Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τί γένωμαι

См. также в других словарях:

  • γένωμαι — γίγνομαι come into a new state of being aor subj mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένωμ' — γένωμαι , γίγνομαι come into a new state of being aor subj mid 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήνιμα — μήνιμα, τὸ (Α) [μηνίω] 1. αφορμή έντονης οργής, αιτία θυμού («μὴ τοί τι θεῶν μήνιμα γένωμαι», Ομ. Ιλ.) 2. ενοχή, ιδίως για φόνο 3. έκρηξη, ξέσπασμα οργής …   Dictionary of Greek

  • περίσκεπτος — η, ο / περίσκεπτος, ον, ΝΑ νεοελλ. ο κατεχόμενος από πολλές σκέψεις, βυθισμένος σε σκέψεις, σκεπτικός, συλλογισμένος αρχ. 1. αυτός που βλέπεται από παντού, καταφανής από ὁλες τις πλευρές, περίοπτος 2. υψηλός 3. (κατά άλλη ερμ.) σκεπασμένος γύρω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»